Τα ιδιαίτερα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος της Μυκόνου



Το νησί της Μυκόνου στο μυαλό των περισσότερων συνδέεται με τον πολυτελή τουρισμό. Παράλληλα, η Μύκονος συνδέεται με την υπέρμετρη καταπάτηση του φυσικού της περιβάλλοντος.  Παρ' όλα αυτά όμως αποτελεί ένα οικοσύστημα με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μέσα από αυτό το άρθρο θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τα στοιχεία εκείνα που κάνουν το περιβάλλον της Μυκόνου ξεχωριστό. 

Πλησίον του νησιού εντοπίζεται η περιοχή του δικτύου Natura 2000 με όνομα «Νησίδες Μυκόνου (Ρήνεια, Χταπόδια, Τραγονήσι)». Η περιοχή περιλαμβάνει συνολικά περισσότερες από 15 μικρές νησίδες και βράχους, έχει κωδικό GR4220027 και χαρακτηρίζεται ως  Ζώνη Ειδικής Προστασίας , σύμφωνα με την Οδηγία 2009/147 για τα πτηνά.  Τα πτηνά που συναντάμε εκεί είναι ο Σκεπαρνάς, ο Αρτέμης, ο Μαυροπετρίτης, ο Αιγαιόγλαρος, ο Θαλασσοκόρακας και ο Μύχος.  

Η παράκτια περιοχή που περιβάλλει τη Ρήνεια και τη Δήλο είναι πολύ δαιδαλώδης και χαρακτηρίζεται από χαμηλούς  βράχους που διανθίζονται από αμμώδεις παραλίες και μικρούς όρμους με λιβάδια  Ποσειδωνίας (περισσότερα για τα λιβάδια Ποσειδωνίας και τα ιδιαίτερα οικολογικά τους χαρακτηριστικά μπορείτε να διαβάσετε εδώ). Τα νερά είναι ρηχά, περιλαμβάνουν πολυάριθμους υφάλους και βράχους και έναν ήπια κεκλιμένο πυθμένα, με βάθη που δεν ξεπερνούν τα 100 μέτρα. Τα ηφαιστειακά πετρώματα στην βραχονησίδα Χταπόδια σχηματίζουν διαβρωμένους βράχους και σημαντικούς βιότοπους. Στα βόρεια και ανατολικά της βραχονησίδας Χταποδιά, το βάθος των υδάτων είναι μεγαλύτερο, φθάνοντας μέχρι και τα 200 μέτρα.

Επιπλέον, η βόρεια πλευρά της Μυκόνου και των γύρω νησίδων είναι εκτεθειμένη σε ισχυρούς βόρειους-βορειοανατολικούς ανέμους που προέρχονται απευθείας από την ανοιχτή θαλάσσια περιοχή του Κεντρικού Αιγαίου και του στενού Τσικνιά που βρίσκεται μεταξύ των νησιών Τήνου και Μυκόνου. Η περιοχή παρέχει κατάλληλα ενδιαιτήματα για τα κητώδη για αυτό και έχουν παρατηρηθεί κοινά φαλαινοθηρικά και ριγωτά δελφίνια, ενώ έχουν καταγραφεί εκβρασμοί ακόμα και φαλαινών. Επίσης, εντός της περιοχής υποστηρίζεται ένας μικρός πληθυσμός αναπαραγωγής μεσογειακής φώκιας. Μάλιστα, η ευρεία περιοχή του Κεντρικού Αιγαίου περιλαμβάνει μια σειρά σημαντικών οικοτόπων για τις απειλούμενες μεσογειακές φώκιες (Monachus monachus). Στη θαλάσσια περιοχή του Πανόρμου, καθώς και στο Τραγονήσι έχουν παρατηρηθεί κατά καιρούς άτομα μεσογειακής φώκιας. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι η μεσογειακή φώκια περιλαμβάνεται στο Παράρτημα II της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ως είδος προτεραιότητας.  Ωστόσο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του δικτύου Natura δεν υπάρχει ιδιαίτερο σχέδιο προστασίας στη περιοχή αυτή.

Επιπλέον στο ενιαίο νησιωτικό σύμπλεγμα της Μυκόνου έχουν θεσμοθετηθεί τρία Καταφύγια Άγριας Ζωής (ΚΑΖ), δύο εξ αυτών βρίσκονται στην νήσο Μύκονο ενώ ένα στην Δήλο. Οι κωδικοί των ΚΑΖ είναι K462, Κ463 και Κ466 και αναφέρονται στις περιοχές Τηγάνι-Προφήτης Ηλίας, Μαράθι και Δήλο αντίστοιχα. Τα ΚΑΖ είναι περιοχές με σημαντικά είδη φυτών, ζώων και οικοτόπων και είναι σημαντικές για τη διατήρηση τοπικών πληθυσμών. Παρ ' όλα αυτά  δεν φαίνεται να υπάρχει ένα σαφές πλαίσιο που να καθορίζει το καθεστώς προστασίας και τις ασύμβατες χρήσεις γης εντός τους. Το μόνο σίγουρο για τις περιοχές αυτές είναι η απαγόρευση της θήρας. Το κενό που έχει νομικά δημιουργηθεί πρέπει να καλυφθεί αλλιώς είναι απλά μία ονοματοδοσία σε αρκετές περιοχές και όχι μία ουσιαστική στρατηγική προστασίας τους. 

Τώρα, σχετικά με τη χλωρίδα του νησιού αναφέρεται ότι  περιλαμβάνει 26 ενδημικά είδη (δηλαδή είδη που εντοπίζονται μόνο εκεί), σπάνια, απειλούμενα ή προστατευόμενα. Το Hypecoum procumbens spp. Fragrantissimum, είναι μια μικρή κίτρινη παπαρούνα, που απαντάται σε αμμώδη ενδιαιτήματα και είναι ενδημικό της Μυκόνου. Στην παράκτια ζώνη του νησιού, στις αμμώδεις ακτές εντοπίζονται υπολείμματα κινούμενων θινών με είδη όπως η Elytrigio juncea, Eryngium maritimum (το αγκάθι της θάλασσας), Achillea maritimo κ.α., η έκταση των οποίων έχει μειωθεί σημαντικά λόγω της τουριστικής ανάπτυξης των παραλιών. Στις βραχώδεις ακτές του νησιού εντοπίζονται οι χαρακτηριστικές κοινότητες των παράκτιων απότομων βράχων που χαρακτηρίζονται από λίγα είδη και συχνή παρουσία διαφόρων ειδών του γένους Limonium.

Επιπλέον, στο νησί αν και δεν υπάρχει μεγάλη διαθεσιμότητα νερού σχηματίζονται εποχικά ρέματα που επιτρέπουν την ανάπτυξη διάφορων ειδών. Πιο συγκεκριμένα, η παραρεμάτια βλάστηση αναπτύσσεται κατά μήκος των εποχιακών ρεμάτων αλλά και στους μικρούς υγροτόπους του νησιού. Το άγριο καλάμι (Phragmites australis) και το ψαθί (Typha sp.) αποτελούν τα κύρια είδη των καλαμώνων, αν και σε αρκετά σημεία, ιδιαίτερα σε διαταραγμένα εδάφη κοντά σε καλλιέργειες και δομημένες εκτάσεις, έχουν αντικατασταθεί από το ανταγωνιστικό και περισσότερο ανθεκτικό Arundo donax. Κατά μήκος των εποχικών ρεμάτων του νησιού και σε γειτνίαση με τους μικρούς υγροτόπους και άλλες μικρές υδατοσυλλογές αναπτύσσονται πικροδάφνες (Nerium oleander) και λυγαριές (Vitex agnus-cactus).

Συμπερασματικά, τόσο η  Μύκονος όσο και η Δήλος έχουν σχετικά φτωχή πανίδα, καθώς η βλάστησή τους είναι πολύ υποβαθμισμένη και τα ενδιαιτήματά τους παρουσιάζουν μικρή ποικιλία. Γεωγραφικά, αποτελούν συνέχεια των νησιών της Άνδρου και Τήνου και η πανίδα τους παρουσιάζει χαρακτήρα ενδιάμεσο των βορείων και των κεντρικών Κυκλάδων.

Παράλληλα, όμως με όρους τοπίου η Μύκονος αποτελεί ένα από τα περιορισμένα σε αριθμό θεσμοθετημένα Τοπία Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΤΙΦΚ) με κωδικό AT5010087.  Το σύνολο δηλαδή του νησιού έχει χαρακτηριστεί ως τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους αλλά αξίζει να τονιστεί ότι η έννοια αυτή στην ελληνική νομοθεσία εισήχθη το 1950 και η Μύκονος έλαβε το χαρακτηρισμό αυτό που διατηρεί μέχρι και σήμερα με βάση τα τότε μοναδικά της χαρακτηριστικά. Τα ΤΙΦΚ  δημιουργήθηκαν λόγω της ανάγκης  προστασίας του τοπίου ως  ιδιαίτερου στοιχείου της πολιτισμικής κληρονομιάς μίας περιοχής. Το κατά πόσο τα ιδιαίτερα στοιχεία έχουν μείνει αναλοίωτα ή έχουν διατηρηθεί στο μέγιστο βαθμό από τότε έως και σήμερα το αφήνω στη κρίση σας! 

Ωστόσο και άλλες περιοχές με αυτό το χαρακτηρισμό έχουν αλλοιωθεί αρκετά. Η εξήγηση  που δίνεται είναι ότι οι περισσότερες περιοχές που εντάσσονται σε αυτό το καθεστώς εχουν υποστεί υπέρμετρες ανθρωπογενής πιέσεις  καθώς ο πολεοδομικός σχεδιασμός δεν λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τοπίου και τις περιβαλλοντικές παραμέτρους με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε γιγάντωση των προβλημάτων έναντι της επίλυσης τους στο πέρασμα του χρόνου. Αποτέλεσμα είναι συναφή θέματα  να φτάνουν πολλές φορές ακόμα και μέχρι το ΣΤΕ όπου οι αποφάσεις δεν ακολουθούν μία κοινή γραμμή με αποτέλεσμα τελικά να μην υπάρχει ούτε εδώ ολοκληρωμένη στρατηγική προστασίας και διατήρησης των τοπίων που το ίδιο το κράτος έχει αποδώσει ένα ιδιαίτερο χαρακτηρισμό. Είναι κατανοητό ότι το νομοθετικό πλαίσιο βαφτίζει περιοχές πολύ πιο εύκολα από ότι δημιουργεί τις συνθήκες που θα οδηγήσουν στη πραγματική προστασία και ανάδειξη τους σε κάθε επίπεδο.  




 Βρείτε  μας στο Facebook : Blog περιβαλλοντικών θεμάτων: env-gr.blogspot.com και
                   στο Instagram: @envgrblog

Σχόλια

Προηγούμενες Αναρτήσεις